ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Την κλείδα προς κατανόησιν του μικρού τούτου και δευτερευούσης σημασίας πλατωνικού διαλόγου ευρίσκομεν εις τον επίλογον αυτού. Εκεί διηγείται ο Κρίτων ο γηραιός φίλος του Σωκράτους προς αυτόν, ότι απερχόμενος εκ του Λυκείου, όπου οι δύο σοφισταί ή μάλλον εριστικοί Ευθύδημος και Διονυσόδωρος είχον κάμη επίδειξιν της τέχνης των, συνήντησεν ένα ρήτορα εκ των πεφημισμένων τότε εν Αθήναις· ούτος του εξέφρασε, λέγει, την άκραν του περιφρόνησιν διά την εριστικήν, αλλά συγχρόνως, ως άνθρωπος ο οποίος μόνον εν τη ιδία εαυτού τέχνη βλέπει την αληθινήν σοφίαν, εξέτεινε την περιφρόνησιν και δι' όλους γενικώς τους φιλοσόφους και την φιλοσοφίαν. Εξ όσων άλλων λέγονται ενταύθα περί του ρήτορος τούτου, ότι κυρίως ήτο ποιητής λόγων (λογογράφος, ρητοροδιδάσκαλος) και ότι ουδέποτε ο ίδιος παρουσιάσθη εις δικαστήριον, εικάζεται πολύ πιθανώς ότι πρόκειται περί του Ισοκράτους, εις τους λόγους άλλως τε του οποίου ουχί άπαξ απαντώσι τοιαύται επιπόλαιοι επιθέσεις εναντίον της φιλοσοφίας και των φιλοσόφων, δυνάμεναι εξ ίσου και αδιακρίτως να αποβλέπωσι και εις τον Πλάτωνα αυτόν και εις τον Αντισθένην και τους Μεγαρικούς και οιονδήποτε άλλον. Και αν ακόμη η υπόθεσις αύτη περί υπαινιγμού προς τον Ισοκράτην δεν είναι τελείως βάσιμος (διότι πράγματι πολλοί κριτικοί την επολέμησαν) το βέβαιον είναι οπωσδήποτε ότι ο Πλάτων εγένετο αντικείμενον επιθέσεως τοιούτου τινός είδους, εκ της οποίας του εδίδετο αφορμή να χωρίση άπαξ διά παντός τον ιδικόν του σωκρατισμόν των διαφόρων άλλων σωκρατικών σχολών των αντιπάλων του.

Και τοιουτοτρόπως έγραψε την ευφυεστάτην και αληθώς αριστοφάνειον ταύτην σάτυραν, εις την οποίαν παρουσιάζει τους δύο ασήμους σοφιστάς Ευθύδημον και Διονυσόδωρον, ως αγοραίους γελωτοποιούς, επιδεικνύοντας μετά περισσής αηδίας και ψυχρότητος την διαλεκτικήν εκείνην, ήτις μολονότι πηγάζουσα εκ της σχολής του Σωκράτους, υπέστη τοσαύτην παρέκκλισιν, οφειλομένην κυρίως εις την επίδρασιν του Ζήνωνος. Δια τους δύο τούτους εριστικούς οι παράδοξοι συλλογισμοί δεν είναι πλέον βοηθητικόν απλώς μέσον της γυμναστικής του πνεύματος· κατήντησαν να αποτελούν καθ' εαυτούς, ως σοφίσματα, τον σκοπόν ιδίας τέχνης, της εριστικής, ασφαλέστατον δε συγχρόνως μέσον, υπό τας γνωστάς συνθήκας υπό τας οποίας διετέλει τότε η Αθηναϊκή κοινωνία, ευκόλου χρηματισμού· προ παντός δε ήσαν προορισμένοι να εκπλήττουν, να περιάγουν εις αμηχανίαν και να προκαλούν τους γέλωτας και τας επευφημίας του πλήθους.

Πράγματι οι ελεεινοί ήρωες του διαλόγου ή παίζουν με την διπλήν εκδοχήν των λέξεων, ή παρέρχονται σιωπηλώς και παραλείπουν τους περιοριστικούς μιας εννοίας προσδιορισμούς, ή μεταχειρίζονται κατασκευήν φράσεως δικαιολογουμένης μεν υπό ειδικής τινος συνηθείας της γλώσσης, αλλοιούσης όμως εν τη προκειμένη περιστάσει το νόημα, ή αντικαθιστούν τας διαφόρους σημασίας της κτητικής αντωνυμίας, και με αυτά και άλλα όμοια σοφά τεχνάσματα καταλήγουν εις σειράν συμπερασμάτων αφαντάστου παραδοξότητος.

Μεταξύ όμως των αηδών παραδοξολογιών των δυο τούτων ανδρών ο Πλάτων παρεισάγει κάπως λαθρεμπορικώς και με πονηράν επιτηδειότητα προτάσεις, αι οποίοι είναι γνωστόν ότι ανήκουν εις τον Αντισθένην, όπως π.χ. είναι ο ισχυρισμός περί του αδυνάτου άλλων κρίσεων εκτός των της ταυτότητος, περί του αδυνάτου επίσης της αντιλογίας ή και γενικώτερον οιασδήποτε ψευδούς βεβαιώσεως. Τας απορίας λοιπόν ταύτας, τας οποίας ο αρχηγός της κυνικής σχολής υπεστήριζε σοβαρώς και επιστημονικώς (περί αυτού δεν επιτρέπεται αμφιβολία), ο Πλάτων θέτει εις το στόμα του Ευθυδήμου και του Διονυσοδώρου και με αυτόν τον τρόπον εξευτελίζει την διδασκαλίαν των αντιπάλων του. Ίσως δε ακόμη και το γεγονός ότι παριστά τους δύο εριστικούς γελωτοποιούς ως μεταπηδήσαντας από της ρητορικής εις την διαλεκτικήν, και εις ηλικίαν μάλιστα προχωρημένην, να περιέχη άλλον εκ προθέσεως υπαινιγμόν κατά του Αντισθένους, όστις ομοίαν οδόν είχεν ακολουθήση και τον οποίον εν τω Σοφιστή ονομάζει «οψιμαθή γέροντα».

Ώστε εις όλον τον διάλογον επικρατεί κυρίως το σατυρικόν στοιχείον και εξασκείται το σκώμμα και η γνωστή σωκρατική ειρωνεία μετά περισσής δεξιοτεχνίας. Οι παρεμβαλλόμενοι δε απέριττοι και ευθείς διάλογοι του Σωκράτους προς τον νεαρόν Κλεινίαν, διά των οποίων αναζητούν την «βασιλικήν επιστήμην» του υπερτάτου αγαθού, καθώς αντιτίθενται προς τα κενά λογοπαικτικά σχοινοβατήματα των δύο εριστικών, δίδουν τόνον και έντασιν μοναδικήν εις την εικόνα· ακόμη δε εξαίρεται η εκ του συνόλου καλλιτεχνική εντύπωσις με μερικάς περιγραφάς, αι οποίαι πάλλονται από ζωήν και μετρημένον πραγματισμόν.

Ως προς την σειράν την οποίαν κατέχει ο διάλογος εις την χρονολογικήν ακολουθίαν των πλατωνικών έργων, τούτο μόνον ίσως δύναται να θεωρηθή βέβαιον, ότι είναι πάντως προγενέστερος του Μένωνος, όστις πάλιν προϋποθέτει προ αυτού τον Πρωταγόραν και τον Γοργίαν. Ο τελευταίος δε εκδότης του Πλάτωνος, ο ημέτερος Σ. Μοραΐτης καταλέγει τα πειστικώτατα των επιχειρημάτων, εξ ων αποδεικνύεται ότι ο Ευθύδημος είναι βεβαίως ύστερος του Πρωταγόρου.

Share on Twitter Share on Facebook