ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Περιεχόμενον.

Ο Θεαίτητος ως προς το περιεχόμενον ηδύνατο κάλλιστα να ονομασθή θεωρία της γνώσεως ή περί γνώσεως. Και όμως αντί της τόσον γνωστής και κανονικής, και τότε καθώς και σήμερον, λέξεως γνώσις απροσδόκητον, προβάλλει, εις τον Θεαίτητον ο πρωτοφανής όρος διά την καθ' όλου Ελληνικήν γλώσσαν επιστήμη, και όχι μόνον διήκει εις ολόκληρον τον προκείμενον διάλογον, αλλά και εις τον Σοφιστήν και τον Πολιτικόν, οι οποίοι και αποτελούν συμπλήρωσιν του ιδίου θέματος. Το παράδοξον τούτο φαινόμενον ευρίσκει την λύσιν του μόνον εις τον Κρατύλον, ο οποίος, καθώς εθίξαμεν εκεί, αποτελεί την βάσιν της σειράς αυτής των ανωτέρων φιλοσοφικών έργων του Πλάτωνος. Εάν συγκρίνωμεν τα δύο χωρία του Κρατύλου, όπου γίνεται λόγος περί επιστήμης (σελ. 58 και 104), εξάγομεν ότι η φθογγική ή μουσική έκφρασις αυτής της λέξεως ήρεσε εξαιρετικώς εις τον Πλάτωνα, διά να εκφράζη την τελείαν εκείνην ενέργειαν της ψυχής, η οποία επέρχεται σαφώς εις την ωριμωτέραν ηλικίαν, και συνίσταται εις το να εξέρχεται ως προβολεύς η ψυχική μας αντίληψις επάνω εις τα πράγματα, και να τα περιλαμβάνει ρεαλιστικώς διά της διαισθητικής και τηλεπαθικής πλέον και σχεδόν προφητικής δυνάμεώς της. (Ίδε και συμφέρον Κρατ. σελ. 66 και ευφροσύνη σελ. 71.

2. Άλλοι όροι επιστημονικοί.

Και δεν είναι μόνον η λέξις επιστήμη η οποία ενισχύει την γνησιότητα των ετυμολογιών του Κρατύλου. Πολύ περισσότερον ενισχύει αυτήν η εν σελίδι 109 ετυμολογία του ομηρικού &κηρ& (καρδία) από το &κηρός&, από την οποίαν δεν έχει καμμίαν παραδοξοτέραν ετυμολογίαν ο Κρατύλος. Ώστε οι αθετούντες εκείνον ας προχωρήσουν και εις τον Θεαίτητον. Και αυτή μεν η πλάνη δεν έχει ανάγκην περισσοτέρας αναιρέσεως, αλλά ημείς ενταύθα τονίζομεν ότι, όστις εις εκάστην σελίδα του Θεαιτήτου δεν αναγνωρίζει μίαν τελειοτέραν ανάπτυξιν των θεωριών του Κρατύλου και ιδίως του τελευταίου μέρους, εκ του οποίου και παραδείγματα αυτολεξεί θα εύρη, αυτός δεν ενόησε ούτε τον Θεαίτητον ούτε την βαθμιαίαν εξέλιξιν των θεωριών του Πλάτωνος και ιδίως της τελειοτέρας αυτών διατυπώσεως, ως θα ίδωμεν και εις τους μετ' αυτόν διαλόγους. Εκ των άλλων όρων την δόξαν μετεφράσαμεν ως κρίσιν όχι διότι ακριβώς ισοδυναμεί η κρίσις προς την δόξαν, αλλά διότι εν μέρει πλησιάζει και τείνει να φθάση αυτήν. Η δόξα δηλαδή του Πλάτωνος δεν είναι άλλη από την συνήθως περιφρονουμένην (και μάλιστα εμπαιζομένην εν Μενεξένω) κοινήν ή λαϊκήν γνώμην, ως πάντοτε πλανωμένην. Οπωσδήποτε όμως αυτή η ιδία είναι ο υποτυπώδης τύπος της κατόπιν ακραιφνούς και επιστημονικής Αριστοτελικής κρίσεως. Ο δε &λόγος& είναι κυρίως η διά της γλώσσης διατύπωσις της κρίσεως και αποτελεί επίσης αρχικόν και υποτυπώδη τύπον του ορισμού, όστις τελειοποιείται και σαφηνίζεται εις τον Σοφιστήν και τον Πολιτικόν, οι οποίοι υπό αυτήν την έποψιν αποτελούν το συμπλήρωμα του Θεαιτήτου.

3. Αι ειρωνείαι.

Άλλο φαινόμενον άξιον προσοχής εις ολόκληρον τον Θεαίτητον είναι αι ειρωνείαι, όχι αι Σωκρατικαί και πικραί, αλλά αι πλατωνικώτεραι και αγαθαί και καλλιτεχνικαί, αι οποίαι καθιστούν ολόκληρον τον διάλογον τερπνόν, ως ένα χιουμοριστικώτατον σημερινόν ανάγνωσμα. Κατά δε την συνήθειαν των νεωτέρων φιλολογιών μετεχειρίσθημεν εις τα κυριώτερα μέρη αυτής το ειρωνικόν σημείον του εν παρενθέσει ερωτηματικού ή θαυμαστικού σημείου. Αι πολυπληθέστεραι ειρωνείαι, ευρίσκονται εις τον λόγον του Σωκράτους (σελ. 51 έ), όταν υπερασπίζεται δήθεν τον Πρωταγόραν, ενώ κατ' ουσίαν τον προπηλακίζει και τον εξευτελίζει. Και πρέπει αυτός ο λόγος ολόκληρος να αντιστραφή εις το αντίθετον, ως φοβερόν μεν κατηγορητήριον της βλακώδους αντιφάσεως του Πρωταγόρου, ως ύψιστον δε εγκώμιον της Πλατωνικής διανοίας.

Μία τοιαύτη ειρωνεία ωρισμένως η εξοχωτέρα λανθάνει εις το παρανοηθέν και διαστραφέν χωρίον 190 α «ως γε μη ειδώς σοι αποφαίνομαι» τα οποίον πρέπει να διορθωθή κάπως: «οίον έγωγε μη ειδώς τι σοι αποφαίνομαι» και κυριολεκτικώς μεν σημαίνει (καθώς το μετεφράσαμεν σελ. 109): «Καθώς εγώ, όταν δεν γνωρίζω τι να σου απαντήσω», κατ' ουσίαν όμως κρύπτει την αληθινήν σημασίαν: Καθώς το παθαίνεις συ, όταν συλλογίζεσαι και δεν γνωρίζεις τι να μου απαντήσης.

4. Πίναξ των συνδυασμών.

Και τόρα παραλείποντες μερικάς διορθώσεις του κειμένου και συμπληρώσεις, αι οποίαι δεν έχουσι μεγάλην σημασίαν διά την μετάφρασιν, ερχόμεθα εις την σελίδα 104 της οποίας τους 14 συνδυασμούς παρουσιάζομεν επί το μαθηματικώτερον εις τον εν τέλει του προλόγου προσηρτημένον πίνακα ούτως ώστε και αυτοί ευκολώτατα να εννοηθούν, αλλά προ πάντων να συντελέσουν εις την διασάφησιν των δυσκολιών της σελίδος 105 (στίχ. 5—8) ιδία διά τους ειδικώς εις την σπουδήν του Πλάτωνος ασχολουμένους.

Εκάστη περίπτωσις του πίνακος αναγινώσκεται, εάν θέσωμεν ως υποκείμενον ό,τι είναι γραμμένον άνωθεν της στήλης του αριθμού 1 και ως κατηγορούμενον ό,τι είναι άνωθεν του 2.

Αι περιπτώσεις αριθμούνται εις τον πίνακα με αύξοντα αραβικόν αριθμόν και είναι 14. Αντιστοιχούν δε εις εκάστην περίοδον της σελίδος 104 και μόνον η περίπτωσις 5 έχει διά την μετάβασιν 2 περιόδους και η 9, χάριν διασαφήσεως.

Εκ του πίνακος φαίνεται ότι του πρώτου συστήματος μόνον τέσσαρες περιπτώσεις είναι δυναταί (1—4), ομοίως δε και του δευτέρου (4—8). Εις το τρίτον όμως σύστημα πλην των περιπτώσεων 9, 10, 11, επιτρέπονται και αι περιπτώσεις α, β, γ, δ, ομοίως δε εις το τέταρτον σύστημα πλην των περιπτώσεων 12, 13, 14 επιτρέπονται και οι συνδυασμοί Α, Β, Γ, Δ. Περιπλέον δε ήτο δυνατόν να σχηματισθούν και ανάμικτοι συνδυασμοί εκ του τρίτου και τετάρτου συστήματος ομού.

Αυτοί λοιπόν οι συνδυασμοί οι σημειούμενοι με γράμματα υπονοούντα, εις το τέλος της σελίδος 104 ως υπολειπόμεναι περιπτώσεις, αι οποίοι αναλύονται εις την σελίδα 105 στίχ. 4—8.

Ότι πρόκειται ενταύθα περί συνθέτων συνδυασμών και δυσκολωτέρων φαίνεται από την κατόπιν απάντησιν του Θεαιτήτου, ο οποίος ομολογεί ότι τόρα δεν εννοεί πλέον τίποτε.

Αλλά καθώς είναι το κείμενον εις το πρώτον ήμισυ αρμόζει τελείως η συγχώνευσις των περιπτώσεων α και β. Ενώ όμως το δεύτερον ήμισυ έπρεπε να αποδίδη τον συνδυασμόν γ και δ, παρέχει ατοπώτατα μίαν βλακώδη επανάληψιν της περιπτώσεως 9 συντόμως διατυπουμένην. Ημείς μη δυνάμενοι να φαντασθώμεν τοιούτον μνημονικόν λάθος εις βάρος του Πλάτωνος συμπληρώνομεν το δεύτερον ήμισυ, επαναλαμβάνοντες το τέλος του πρώτου και τροποποιούντες τα υπόλοιπα πολύ ελαφρά ως εξής:

129 d) Και ά μη οίδεν αισθάνεται δε, ών οίδεν αύ και αισθάνεται, ή ων οίδεν αλλά μη αισθάνεται. = Και όσα δεν γνωρίζω αλλά βλέπω να τα νομίσω ως άλλα από όσα γνωρίζω και βλέπω, ή γνωρίζω αλλά δεν βλέπω (ούτω διορθωτέοι οι στίχοι 7—8 της σελίδος 105). Κ. ΖΑΜΠΑΣ

Share on Twitter Share on Facebook