Β'.


Εδώ κ' εκατό χρόνια, 'ς τη σκλαβωμένη πέρα ως πέρα τότε πατρίδα, δύο ποιητών ονόματα, πρώτα πρώτα, μας παρουσιάζονται ως τα πλέον επίσημα· ο Δαπόντες και ο Ρήγας. Οι φιλολογικοί κύκλοι της εποχής πολύ τον πρόσεχαν, καθώς φαίνεται, τον πρώτο· η «Ποιητική» του Μπογδάνου, τυπωμένη 'ς τη Βιέννα, το 1819, γεμάτη από στίχους του είναι. Ο Δαπόντες, τόσο πεζολόγος όσο και πολυγράφος, δεν έχει καμιάν αξία ποιητική [18]. Ασυγκρίτως βαθύτερα φερμένος μέσα 'ς τη συνείδηση του Γένους, ο Ρήγας· όμως το μεγάλο ηρωικό αίσθημα του θαυματουργού τραγουδιού του δεν το σημαδεύει με την άσβυστη σφραγίδα της η Φαντασία, και δεν του ρίχνει το μαγνάδι της η Τέχνη. Ύστερα έρχονται ο Μακεδονίτης Χρηστόπουλος και ο Ηπειρώτης Βηλαράς· ο ένας με ταρχοντολόγια της Πόλης και της Βλαχίας, ο άλλος μέσ' 'ς τα Γιάννενα, κάτου από το στόμα του λύκου· μορφωμένοι και οι δύο, τεχνίτες του στίχου, με κάποια γνώση και χάρη, πιστοί της ζωντανής μας γλώσσας· μ' εκείνη τραγουδούνε, φυσικά, και για κείνη πολεμούν, και τα πρώτα λιθαράκια κουβαλούνε για ένα χτίσιμο. Η Ποίησή μας χτίζεται· η Ποίηση που γίνεται από μιας ατομικής ψυχής προσπάθεια, και ανάμεσα 'ς τα γενικά, τούτου ή εκείνου του ανθρώπου δείχνει, θαμπά ή ζωηρά, τα ξεχωριστά σημάδια. Κατά μέρος αφίνω τα δημοτικά μας τραγούδια, την πολυπιό αρχαίαν ή όσο δείχνεται, την αθάνατη πηγή για κάθε μας ποίηση· τα τραγούδια που από κείνα, θεληματικά ή άθελα, δεν ημπορεί παρά να ποτισθή και το ατομικό τραγούδι, εκτός αν δεν είναι τραγούδι, αλλά στιχουργημένος, άνοστα ή νόστιμα, πεζός λόγος. Και τότε, καθώς και από καιρούς προτήτερα, άνθιζε το δημοτικό μας τραγούδι σε βουνά μας και σε κάμπους μας· μοναχά δεν είχε μοσκοβολήσει ακόμα καμιά δυνατήν ελληνική διάνοια· δεν είχε ακόμα αστράψει 'ς την εθνική συνείδηση το πολύ της ομορφιάς του· το εθαύμαζαν οι ξένοι, προτού να υποψιασθούνε τη σημασία του οι δικοί μας· και καθώς τυχαίνει πάντα, η προσοχή και η μελέτη του δημοτικού μας τραγουδιού· μας ήρθε, σαν επιστήμη και σα φωτισμός από τους ξένους. Σύγκαιρος του Χρηστοπούλου και του Βηλαρά ο Σολωμός, ευθύς από την αρχή, από τα πρώτα του γυμνάσματα κι από ταπλά τραγούδια του, έδειξεν ότι έχει να μας πη κάτι διαφορετικό και κάτι παραπάνω από τα μικρόχαρα και μονότροπα ερωτοπαιγνίδια του πρώτου, από τα μονότονα ερωτοπαράπονα και τα επιγραμματικά περιπαίγματα του δευτέρου. Αίσθημα και νόημα, γλώσσα και ρυθμός, φαντασία και τέχνη, αγάλια αγάλια πλαταίνουν, ανεβαίνουν, και πλουτίζονται και λάμπουνε με το Σολωμό. Οι δύο εκείνοι σα σκλάβοι πάντα ακολουθούν το σκοπό τους· ο Σολωμός σαν ελεύθερος. Τολμηρά και ανυπόταχτα, 'ς την αρχή ακανόνιστα και ανώμαλα, και ατελέστερα, με κόπο και με λαχάνιασμα, έπειτα πιο συγκρατητά, γνωστικώτερ', αρμονικώτερα, γαληνότερα, πλάθει τη μορφή του στίχου από τη χάρη του δημοτικού τραγουδιού και μαζί από την τέχνη που ο στιχουργημένος λόγος κρύβει και δείχνει 'ς τα πλούσια από ποίησην έθνη· και μαζί γεμίζει την ουσία του στίχου με θησαυρούς διαλεχτών αισθημάτων και μεγάλων ιδεών. Και τη δημοτική γλώσσα, τη γλώσσα που ακούει γύρω του ν' αντιλαλή ολοζώντανη, τη μεταχειρίζεται, χωρίς ντροπή και χωρίς κανένα συμβιβασμό που θα κινδύνευε να μαράνη από τη δροσιά και να ψαλιδίση από τα φτερά της. Δεν ταιριάζει τη γλώσσα του σύμφωνα προς τη γλώσσα κανενός κοινωνικού καλοαναθρεμμένου κύκλου· άλλα ιδανικά λαμποκοπούνε 'ς τα σαλόνια, άλλα ιδανικά γυρεύει ο ποιητής. Από τη φύση, κι από τον αέρα όλον της όλης ελληνικής κοινωνίας γραμματισμένων κι αγράμματων παίρνει τα ζωντανά, τα πιο σημαντικά στοιχεία της εθνικής γλώσσας, και καλλιτεχνικά σφυροκοπεί τη δική του. Κάνει ό,τι κάνουν όλοι οι δυνατοί τεχνίτες του λόγου, μάλιστα εκείνοι που πρωτοστατούνε 'ς τη γέννηση των εθνικών φιλολογιών. Κάνει ό,τι ο ίδιος υπονοεί 'ς το «Διάλογό» του· πρώτα υποτάσσεται 'ς τη γλώσσα του λαού, για να την υποτάξη και αυτός με τη σειρά του. Δεν παραδέχεται την παράλογην ιδέα πως για να γράψη τη γλώσσα του λαού πρέπει και με του λαού τα νοήματα να σκεφθή· πού ακούστηκε πως όσοι μιλούνε την ίδια γλώσσα θα ειπή πως έχουνε την ίδια μόρφωση, και όμοια στοχάζονται! Σε μια κριτική του ο Τρικούπης για τον «Ύμνο της Ελευθερίας», δημοσιευμένη μόλις πρωτοφάνηκεν εκείνος, γράφει: «Η ευρυχωρία της φαντασίας του ποιητού επλάτυνε και αυτά τα στενά όρια της κοινής μας γλώσσας, την οποίαν και ανέβασεν εις τα ύψη των ιδεών του». Συγκρίνατε τη σχεδόν σύγχρονη «Ωδήν προς τους Έλληνας» του Ρίζου Νερουλού με τον «Ύμνο προς την Ελευθερία»· το ίδιο θέμα και τα δυο ποιήματα με τον ίδιο ενθουσιασμό ξετυλίγουν και προς τον ίδιο σκοπό βλέπουν· όμως ο πατριωτικός ενθουσιασμός του πρώτου, με το όργανο μιας γλώσσας ξεκαθαρισμένης σχολαστικής, βρίσκει μια ψόφια ζωή σε μιαν αχρωμάτιστη ποιητική μετριότητα· ο πατριωτικός ενθουσιασμός του δευτέρου με όργανο μια γλώσσα του πιο αχαλίνωτου και, συχνά πυκνά, του πιο ακανόνιστου χυδαϊσμο ύ, γεννάει μια μεγαλοφάνταστη ποίηση. Μπορεί να μην έχη να κάμη και πολύ το όργανο· πρώτ' απ' όλα η Φαντασία· φαντασία επιτήδειου μονάχα στιχοπλόκου 'ς τον ένα, μεγαλόχαρου ποιητή 'ς τον άλλο. Όμως η γλώσσα που μεταχειρίζεται ο ποιητής είναι κάτι περισσότερον ή όργανο· είναι ο Λόγος. Θέλουνε μερικοί να ειπούν: ο Σολωμός έγραψε τη γλώσσα του λαού, γιατί δεν καλογνώριζε τη γλώσσα των γραμματισμένων· η ανάγκη τον έκαμε. — Δεν είναι ορθή τέτοια σκέψη. Όση προσοχήν έρριξε κι όση μελέτη ξόδεψεν ο Σολωμός για να γίνη κύριος της γλώσσας του δημοτικού τραγουδιού και για να τη μεταχειρίζεται πλέον άνετα προς κάθε τι, τόση φροντίδα μπορούσε να ξοδέψη κι άλλη τόση προσοχή να ρίξη 'ς τη μελέτη και 'ς το δούλεμα της άλλης γλώσσας. Και όμως δεν το έκαμε. Και μόνο το ότι παραμέρισε την καθαρεύουσα και τράβηξεν ίσα προς την γνώση και προς τη μόρφωση της δημοτικής μας, θα ειπή ότι κάποια βαθειάν αφορμή θα είχε, νους ως εκείνος, προς τέτοιο φέρσιμο. Σε προτήτερο καιρό λύπη, κοινώς, προξενούσε, πως ποιητής σαν το Σολωμό έγραψε τα έργα του σε τέτοια γλώσσα. Τώρα ταιριάζει να λέμε για το Σολωμό ό,τι ένας άγγλος βιογράφος του Δάντη για κείνον είπε: «Το ότι διάλεξε τη γλώσσα τη δημοτική είν' έν' από τα σημάδια της υπεροχής του· μ' εκείνη μπήκε 'ς έναν κόσμον απέραντο, σαν εκείνο που ανακάλυψεν ο Κολόμβος» [19].

Τα πρώτα, τόσο λιγοστά, τραγούδια του, δε θυμίζουνε τους κάπως ψυχρούς ανακρεοντισμούς του Χρηστοπούλου· κι αν ο σατυρικός Βηλαράς βαραίνει κάποτε ίσα, ή και πιο πολύ από το σατυρικό Σολωμό, [20] όμως αγνάντια 'ς τα βουκουλικά και 'ς τα ερωτικά τραγούδια του Σολωμού κάπως θαμπά τα ανάλογα του Βηλαρά· αν κ' ολιγώτερο προσεχτικά στιχουργημένα, έχουνε κάτι πιο φυσικό και δροσερό, πιο σοβαρό και συγκινητικό. Από τον «Ύμνο», «τον πρώτο γνήσιο καρπό της Ελληνικής φαντασίας ύστερ' από είκοσιν αιώνες του μαρασμού της», καθώς τον είπεν ο Πολυλάς, από τον «Ύμνο» κ' εκείθε δε βρίσκεται καμιά συγγένεια προς παραβολή με τα προτήτερα ή με τα σύγχρονα έργα. Και μη ξεχνούμε πως μήτε ο «Ύμνος», μήτε ο Θρήνος του Μπάιρον, μήτε η «Τρελλή μάννα», μήτε τα «Δύο αδέρφια», μήτε του «Λάμπρου» τα πιο τελειωμένα κομμάτια, μήτε κι αυτή η «Φαρμακωμένη» είναι αψεγάδιαστα καλλιτεχνήματα, όσο πρωτότυπα και δυνατά κι αν είναι. Ο Σολωμός δεν είναι ποιητής αδιάπτωτος. Ο αρχαίος τεχνογράφος κάπως ξέρει τι λέει: «Τας μεν ταπεινάς και μέσας φύσεις διά το μηδαμή παρακινδυνεύειν, μηδέ εφίεσθαι των άκρων, αναμαρτήτους ως επί το πολύ και ασφαλεστέρας διαμένειν, τα δε μεγάλα επισφαλή γίνεσθαι δι' αυτό το μέγεθος [21].» Ο «Ύμνος». Μέσα του η επικολυρική φαντασία φέρνεται από πήδημα σε πήδημα κι από φτερούγιασμα σε φτερούγιασμ' ανυψώνεται· κι αντιλαλεί σαλπίσματα και κελαδήματα. Θρησκευτική, δηλαδή η πιο άδολη ποιητική, ιδέα εμψυχώνει το ποίημα· η Ελευθερία, θεά· το Πνεύμα του κακού, η Διχόνοια. Τα πράγματ' αγναντεύονται μακρυάθε κι από ψηλά· σχεδόν καμιά προσωπική, ανεκδοτική, σα δημοσιογραφική λεπτομέρεια, καθώς εκείνες, που αργότερα, ύστερ' από τον Κάλβο και από το Σολωμό, την ποίησή μας θα την κατεβάσουνε 'ς τον τόπο μιας στιχουργημένης πολιτικής χρονογραφίας. Μονάχα κάποιες κορφές του ηρωισμού δείχνονται, και τονίζονται τα πιο σημαντικά σημεία της πάλης· η Τριπολιτσά· το Μισολόγγι· Ο Αχελώος· η Αγία Σοφιά. Το μόνο του ατόμου παρουσίασμα «ο αδερφός του Φεγγαριού»· ο Πατριάρχης. Όπου η Ποίηση κρατειέται 'ς τα ταιριασμένα της ύψη, εκεί και η γλώσσα ταιριαστά υψηλή. Αρμονικά δεμένα το νόημα και η φράση· βλέπει κανείς πως πραγματικό ξεχώρισμα, 'ς τα ωραία έργα, μορφής και ουσίας, δεν υπάρχει· ως η σκέψη παίρνει μιαν υλική ομορφιά, γίνεται χειροπιαστή· και πως η έκφραση είναι κάτι τι ουσιαστικό και πνευματικό. Στην ομορφιάν αγνάντια, δε λέμε: — Τι ωραιότερη που θα ήταν, αν ήτανε κάπως αλλιώτικα καμωμένη! — Λέμε: — Τι ωραία που είναι! δεν ημπορούσε να ήταν αλλιώτικα! — Στοχασμούς ανάλογους μας φέρνει το διάβασμα των τετραστίχων του Ύμνου. Όχι όλων. Γιατί τα σημάδια του βιαστικού και του απροετοίμαστου, γιατί η ευκολία του αυτοσχεδιαστή ξεμυτίζουν εδώ κ' εκεί. Συνταράζεται κάπου το σεμνό θρησκευτικό ύφος από το θόρυβο της Πολιτικής· κάπου ανακατώνεται 'ς το ξεχείλισμα του λυρικού η ρητορική περισσολογία. Εκεί και η γλώσσα χάνει τη συμφωνία της με το Λόγο, και 'ς το νου που εμπνέεται δεν υπακούει το χέρι που γράφει. Ο τεχνίτης ξέρει ακόμα να τολμά, μα δεν ξέρει να ξεδιαλέξη. Τα ατοπήματα τούτα, λιγοστά, αραιά, και ασήμαντα 'ς τον Ύμνο, ξαναφαίνονται πυκνερώτερα και ζωηρότερα 'ς το ποίημα για το θάνατο του Μπάιρον. Ο ποιητής, επηρρεασμένος από το λυρικό μεθύσι του πρώτου Ύμνου, φιλοδοξεί να τραβήξη ακόμα παραμπρός, να πυκνώση και να δυναμώση το τραγούδι του, νέες χορδές να τεντώση ς' τη λύρα του. Δεν το κατορθώνει, καθώς το ήθελεν. Εδώ κ' εκεί καμιά εκατοστάδες στίχοι, ασύγκριτοι. Στους άλλους δείχνεται πιο πολύ από τη δύναμή του, η παραζάλη του και η στενοχώρια. Άπληστα γυρεύει να κλείση όσο μπορεί πιο άφθονα νοήματα 'ς τους ολιγοσύλλαβους τροχαίους του. Και νοήματα και λόγια, μέτρο και ρίμες, κουράζονται και αγκομαχούνε και κινδυνεύουνε να πάθουν ασφυξία· τα θρησκευτικά και τα καθολικά πνίγονται μέσα 'ς τα μερικά και 'ς τα χρονογραφικά. Η αρμονία λείπει. Δε λέμε πλέον: — Tι ωραία που είνε! δε μπορούσε να ήταν αλλοιώτικα! — Λέμε: — Τι ωραία που θα ήταν αν ήταν αλλιώτικα! — Η γλώσσα είν' εκεί όχι σαν πρόσωπο, αλλά σα φόρεμ' ανθρώπου που αγωνίζεται να το βάλη, και του είναι ή πολύ πλατύ και δεν του πάει, ή πολύ στενό και του σκίζεται. Ονόματα και λόγια, σόλοικα ή βάρβαρα, κακοσκημάτιστ', αχτένιστα, δυσκολοπροχώρητα, κακοδιάλεχτα, κακοπρόφερτα. Γλώσσα που χαλάει ταγνά δημοτικά στοιχεία, που δεν τοποθετεί, καθώς και όπου πρέπει, ταρχαία, που εδώ βιάζει, κ' εκεί αυθαίρετ' είναι. Στην «Ιστορία» του «της Βυζαντηνής λογοτεχνίας» ο Κρουμπάχερ παρατηρεί: «Η δημοτική γλώσσα εξεδικήθη διά την επίσημον αποπομπήν της εκ του πεζού λόγου, εισχωρήσασα κρυφίως εις τα κείμενα. Ακούσιαι κοινολεξίαι ευρίσκονται εις πάσαν την από του 6ου μέχρι του 15ου αιώνος πεζογραφίαν.» Εδώ μπορεί κανείς να πη πως η καθαρεύουσα θέλησε να εκδικηθή τον Ποιητή, γιατί τόσο σκληρά την έδιωξεν από την Πολιτεία του στίχου.

Στους μεγάλους, σαν το Σολωμό, τα παθήματα, μαθήματα· και τα σκοντάματ' αφορμές προς νέους ορμητικώτερους δρόμους. Ο Λάμπρος του βυρωνίζει, όπως θα βυρωνίση αργότερα ο Αλή-πασάς του Βαλαωρίτη. Άνθρωπος με ψυχή μεγάλη και με κακούργα ζωή· γενναίος αρματολός των πολέμων και ξελογιαστής των αθώων παρθένων· τέτοια η ψυχολογία των βυρωνικών ηρώων. Όμως ο βυρωνισμός του ποιήματος, πιο πολύ εξωτερικός, δε σφραγίζεται από την πορφυρή βούλα του υποκειμενισμού. Ό,τι 'ς τα έργα του Μπάιρον είναι βγαλμένο από κομμάτια αιματοστάλαχτα της ζωής του, δεν είναι 'ς το Σολωμό παρά σταθμός τεχνίτη που τραβάει στοχαστικά προς την αντικειμενικότητα· προς το νόημα της τέχνης. Όμως ακόμα τον κρατεί δεμένο το πάθος, έξω από τους ολογάληνους ορίζοντες του Λόγου. Σφοδρό πάθος υπερτραγικό και εξαγνιστικό που δείχνεται με την κατάπληξη του δράματος. Μια πνοή από τρικυμία Αισχύλεια σε ρυθμόν άξιο του Δάντη. Το θέμα τούτο, ξεδιπλωμένον από ποιητή φτωχότερα προικισμένο, μπορούσε να γεννήση κάποιο μελοδραματικό μυθιστόρημα. Η πλούσια φλέβα του ποιητή γλύτωσε από τον κίνδυνο. Και ίσως είν' ευτύχημα που και του «Λάμπρου» αποσπάσματα μόνο άφησε. Μέσα 'ς αυτά, με τον καινούριο εκφραστικώτατο ρυθμό της ενδεκασύλλαβης οττάβας η Ποίηση δείχνει συγκεντρωμένη εις τα καθέκαστα τη θεία της αλήθεια, και η κοινή γλώσσα θαυματουργεί. Και όπως, μέσα 'ς τα πρώτα του γυμνάσματα, και η αγάπη και αυτός ο θάνατος μοιάζουν της Αυγούλας και του Ανθού των «Δυο αδερφιών», είναι σαν παιδάκια που βυζαίνουν άνετ' από το μαστό της μεγάλης μητέρας, της καθαρής και ολόφωτης ελληνικής Πλάσης· όπως 'ς ταποσπάσματα του «Λάμπρου» το πάθος πηγάζει από τα έγκατα κάποιου κόσμου τρομαχτικού και ξαναγυρίζει προς εκείνον, — έτσι σε άλλα, 'ς τα νεώτερα ποιήματα και κομμάτια, σαν τη «Μοναχή», τη «Φαρμακωμένη 'ς τον Άδη», κάποια άλλα χωρίς όνομα και αρχή και τέλος, σαν τον «Πόρφυρα» και σαν τον αξιοθαύμαστο «Κρητικό», τα αισθήματα, τα πάθη και τα νοήματα, που αναβρύζουν από κόσμους ιδεατούς και προς εκείνους αγωνίζονται να ξανασηκωθούν, ντύνονται με κάποια κάλλη πνευματικά και υπερούσια, που θα θυμίζουν κάτι από τη χάρη και από το ύψος των άγγλων ποιητών σε όσους γνωρίζουν, εννοούνε και αγαπούν τα έργα τους. Στους περισσότερους στίχους του «Κρητικού» ο δεκαπεντασύλλαβος λαχταρίζει από ένα τέτοιο πλάτος κυματιστό κι από μια τέτοια μουσική λεπτότητα, σύμφωνα με την υπερκόσμια ψυχή που θέλει να χωρέση μέσα του, ώστε μοναδικό τότε παράδειγμα 'ς τη νέα μας ποίηση, κι ως την ώρα δυσκολοσύγκριτο απομένει ο στίχος του «Κρητικού.» Και μέσα 'ς ταπομεινάρια των «Ελεύθερων πολιορκημένων», παρακολουθούμε το ξετύλιγμα, το δυνάμωμα, το ανέβασμα και το θρίαμβο της Σολωμικής Τέχνης. Ο ποιητής μένει πάντα πατριώτης ποιητής, καθώς και 'ς τον Ύμνο· εξακολουθεί να εφαρμόζη το πρόγραμμά του: «Κλείσε μέσα σου την Ελλάδα» κτλ. Μόνον ο αφελής τραγουδιστής έγινε φιλόσοφος ποιητής· ο αυτοσχεδιαστής, σμιλευτής του στίχου. [22] Τον εξασύλλαβον αμφίβραχυν ακολουθεί ο εθνικός μας δεκαπεντασύλλαβος· κι αυτός δοκιμάζεται αράδα αράδα σε όλους τους τρόπους, τους τόνους, τα τσακίσματα, τις ομορφιές που μπορεί και δέχεται μέσα του. Στην αρχή, με τη συνίζηση και με τη ρίμα· πιο ευλύγιστος, πιο κυματιστός, πιο αέρινος· έπειτα, όσο δυναμώνει 'ς τη συνείδηση του ποιητή η ιδέα του αντικειμενικού και του απρόσωπου 'ς την τέχνη του, και η φιλοδοξία να συμβιβάση τη γερμανική του νοήματος βαθυσυγνεφιά προς την ελληνική φωτεινότητα της μορφής· [23] τόσο ο δεκαπεντασύλλαβος από μουσικώτερος γίνεται πλαστικώτερος· η συνίζηση λείπει σχεδόν, γιατί δίνει του στίχου κάτι μελωδικά λιγερά και απαλό, και ο ποιητής θέλει το στίχο του σφιχτόδετο σα δαχτυλίδι, και σκληρό σαν πετρένιο ανάγλυφο· η ρίμα φεύγει κι αυτή· γιατί η ρίμα, σημάδι μαλακό και υποκειμενικό, σαν αντίλαλος της ψυχής που γυρίζει πίσω 'ς τον εαυτό της, καθώς την εξηγεί 'ς την «Ποιητική» του ο Έγελος, όταν δεν είναι χοντρό κουδούνισμα, «ανάξιο της υψηλής στιχουργίας», καθώς τη χαρακτηρίζει ο Μίλτον, η ρίμα δεν έχει τόπο 'ς τη σοβαρή δωρική μεγαλοπρέπεια της νέας τέχνης του. Ο ίδιος ο λυρισμός, από ξέσκεπος, εκφραστικός και ρητορικός, γίνεται υπονοητικός και συμβολικός. Ο ποιητής δεν ξεχωρίζει την ατομική ψυχή από την καθολική ψυχή που τη σταλάζει. Ο πολεμιστής που «αγροίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη», η γυναίκα που παρακαλεί τον Άγγελο να της δώση φτερά, η περιπαίχτρα σάλπιγγα, ο χορός του Απρίλη με τον Έρωτα, οι πιο δροσερές από τα φυσικά εικόνες με τα πιο μεταφυσικά σύμβολα ταιριάζουν. Και τα μεταφυσικά φτερά «σφυροκοπούνται 'ς τον ανοιχτόν αέρα», καθώς τα φτερά της ηρωίδας του, σα να θέλουνε να πλάσουν ένα φυσικό κόσμο. Η ποίησή του, καθώς την οικονομεί 'ς τα γενικά και 'ς τα καθέκαστα, μακρειά από κάθε άμεσο κοινωνικό σκοπό, είτε για να συγκινήση τον πολύ κόσμο, είτε για να καταπείση, γίνεται σκοπός εκείν' η ίδια· μιλεί προς ένα κόσμον αριστοκρατικό από «βαθείς και γυμνασμένους», και γυρεύη να εκπλήξη. [24] Η γλώσσα, από την εποχή της· «Τρελλής μάννας» και του «θανάτου του Μπάιρον», προχώρησε σημαντικά. Χοντρά την παραγνωρίζουν όσοι την ορίζουν, δεν ξέρω τι διαλεκτική, και τι επτανησιακή, και τι μιξοϊταλίζουσα! Η γλώσσα και του Ύμνου, με την προσπάθεια που βάζει, και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», με ό,τι κατώρθωσε, δίκαιο να λέγεται πανελλήνια δημοτική, ποιητική γλώσσα. Πρωτότυπα και τεχνικά χωνεύει διάλεχτά στοιχεία, κι από τα νεώτερα κι από ταρχαία· 'ς τον κορμόν απάνω το δημοτικό γνωστικά κεντρώνει τα διαλεχτότερα φύτρα, κ' έχει τη ζωντανή πνοή της λαϊκής ψυχής και μαζί τη σφραγίδα της πρωτοβουλίας του τεχνίτη, της γλωσσοπλαστικής. Αξίζει γι' αυτή να ειπούμεν ό,τι τελευταία είπεν ένας εγκωμιαστής του Αντρέα Chenier για τη γλώσσα του: «Ευλύγιστη και καλόηχη τόσο που όσοι την πρωταγροικούσανε σταματούσαν ξαφνισμένοι· νέο και αφάνταστον όργανο φραστικό» [25]. Και δεν αλλάζει μόνο υπομονετικά τα μέτρα του στίχου, όσο νάβρη τον πιο κατάλληλο τύπο για να χύση το χρυσάφι της αρμονίας του· αλλά τον ίδιο στίχο 'ς τον ίδιο ρυθμό διορθώνει και ξαναδιορθώνει, γράφει και ξαναγράφει, όσο να του επιτύχη την τελειωτική μορφή, που δεν παίρνει πλέον άλλαμα. Είναι σα να μας λέη ο φιλόσοφος καλλιτέχνης: Χτενίζω το στίχο μου κι όσο μπορώ τονε φροντίζω· ίσα ίσα γιατί σέβομαι και αγαπώ την ιδέα που θέλω να κλείσω μέσα του, γι' αυτό αγωνίζομαι και ιδρώνω για να την ειπώ κατά πώς της πρέπει όσο μπορώ πιο άψογα. Το αίσθημα δεν έχει να πάθη τίποτε από τέτοιας λογής φροντίδα· γιατί αισθάνομαι βαθύτερα, γι' αυτό και υπομονετικώτερα συλλογίζομαι! [26] — Ο Σολωμός δεν είναι ποιητής της καρδιάς, κατά την καθιερωμένη 'ς εμάς εδώ επιπόλαια φράση· ο κριτικός νους εργάζεται μέσα του σιμά 'ς της φαντασίας τη δύναμη· το αίσθημα του χορτάτο είναι από διάνοια. Μήπως το ζευγάρωμα τούτο της εμπνευσμένης μαζί και της ξεδιαλεγμένης εργασίας δεν είναι το γνώρισμα του μεγάλου τεχνίτη; Μήπως το είδωλο της σκέψης και της ευαισθησίας της σύγχρονης, ο Νίτσε, δεν είπε τα εξής; «Η ιδέα του ποιήματος δεν πέφτει από τον ουρανό, σαν από θεία χάρη. Η αλήθεια είναι πως η φαντασία του αγαθού καλλιτέχνη γεννάει, ανάκατα, καλά, μέτρια, κακά. Μόνο πως η κρίση του, ακονισμένη, γυμνασμένη, διώχνει, διαλέγει, συγκεντρώνει. Γνωρίζομε από τα σημειωματάρια του Μπετόβεν πως εσύνθεσε λίγο λίγο τις πιο μεγαλόπρεπες μελωδίες του, και τις ξεδιάλεξε, σα να ειπούμεν, από σχέδια πολλαπλά. Εκείνος που δεν είναι 'ς το ξεχώρισμ' αυστηρός και που αναπαύεται 'ς τη μνήμη του, μπορεί να το φέρ' η περίσταση και να γίνη μεγάλος αυτοσχεδιαστής· αλλά το καλλιτεχνικόν αυτοσχεδίασμα στέκεται πολύ χαμηλά μπροστά 'ς την καλλιτεχνικήν ιδέα, τη διαλεμένη σοβαρά και κοπιαστικά. Όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι είναι και μεγάλοι δουλευτάδες, ακούραστοι όχι για να βρίσκουνε μονάχα, αλλ' ακόμα για να διώχνουνε, για να κοσκινίζουν, να τροποποιούν, να συγυρίζουν» [27]. Τέτοια λόγια ο Σολωμός, αυτός που, εδώ και εβδομήντα έξι χρόνια, εκήρυττε την υποταγή της φαντασίας και του πάθους, με καιρό και με κόπο, 'ς το νόημα της Τέχνης, θα τα υπόγραφε με τα δυο του χέρια.

Κρίμα πως δεν έχομε παρά προπλάσματα και σημειώματα, κομμάτια και συντρίμματα, για να λάβουμε καθαρήν ιδέα πού τραβούσε και πού έφτασε μια τέτοια εργασία. Πιο πολύ αόριστα ψυχολογικά παρά φιλολογικά χειροπιαστά μαρτύρια μιας πνευματικής φυσιογνωμίας. Και θα μπορούσε κανείς να παρατηρήση: — Αυτά που έγραψε και δεν έφτασαν ως εμάς, ή, αυτά που δεν πρόφτασε μήτε να γράψη, μπορεί να ήταν αριστουργήματα. Όμως εμείς δεν τα ξέρομε. Από το όλον έργο τι βγαίνει τάχα; σχεδόν τίποτε. — Βγαίνει μια ξεχωριστή και μια μοναδική εικόνα. Αδιάφορο αν δεν είν' εκείνη που θα ήταν αν το είχαμεν ακέριο το έργο του. Το έργο του άγγλου ποιητή Κόλεριτς παρωμοιάστηκε με παλάτι που δεν τελείωσε. Του Σολωμού δεν είναι τάχα σαν παραιτημένα θέμελα παλατιού που δε χτίστηκε; αλλ' από τον τρόπο που είναι χτισμένα τα θεμέλια κρίνομε για το παλάτι. Πάει χαμένο το μέγα σύνολο το οικοδομικό και η αρχιτεχτονική απ' άκρη 'ς άκρη εντέλεια. Αλλ' από το χαμό, σαν κάποια γαλανά λουλούδια 'ς τα χαλάσματα, ξεφύτρωσε μιαν άφραστη χάρη. Κάποια νέα ποίηση που συγγενεύει πιο πολύ με την τέχνη όχι του στίχου, αλλά του ήχου. Και τα «Ευρισκόμενα» του Σολωμού μας συγκινούνε πιο πολύ σα μουσικά θέματα ή σαν ποιήματα. Η Μουσική. «Είναι η τέχνη που εκφράζει από κάθε άλλη καλήτερα τους αόριστους στοχασμούς, τα άμορφα όνειρα, τους απεριόριστους και χωρίς αντικείμενο πόθους, τα οδυνηρά και μεγαλόπρεπα ανακατώματα καρδιάς ταραγμένης που όλα τα λαχταρεί και σε τίποτε δε στέκει» [28]. Γιατί χωρίς αρχή και χωρίς τέλος είναι και χωρίς ανταπόκριση στενή προς τα μέρη τους, μας γοητεύουν ως ωραία όνειρα. Μας φανερώνουν την ομορφιά όχι με πλατειά και με χτυπητά ανακράσματα, αλλά μ' εκείνα που βαθειά και σκεπαστά κρυφοψιθυρίζουν. Μας παίρνουν τον αέρα, ιερά τα λείψανα, μυστικά σα σύμβολα. Η σκοτεινάδα τους δεν είναι από φραστικήν αδυναμίαν, αλλ' από ευγλωτία βουβή· σαν ένα πρόσωπο που θα σφράγιζε το στόμα του, και θα περνούσεν όλο το χάρισμα της γλώσσας 'ς τη λάμψη του ματιού. Και τα αποσπάσματα του Σολωμού θυμίζουνε 'ς εμέ τους στίχους του Sully Prudhomme για κάποια συντριμμένα αγάλματα των ιταλικών μουσείων. «Θάλεγε κανείς πως τα μεγάλα ακέφαλα τούτα συντρίμματα δεν ήτανε σωστότερα καθώς έβγαιναν από τα χέρια που τάπλασαν· και πως έτσι αναγκασμένα να ζούνε 'ς ένα λιγοστό, 'ς ένα τόσο δα κομματάκι πέτρας, η ομορφιά τους φαίνεται ομορφώτερη, ερειπωμένη έτσι, παρ' όσο θα ήταν ακέρια!»

Κάποιος άγγλος κριτικός, [29] σε μια σύγκριση μεταξύ Δάντη και Μίλτον, Ορκάνια και Μαχαηλαγγέλου, δυο λογής βρίσκει πως είναι τα στοιχεία του ποιητικού ύψους, αντίθετα· εδώ η βασανισμένη 'ς τα καθέκαστα, η καθαρόχρωμη ζωγραφιά· εκεί — ότι, κυριώτερα, πρέπει να ονομάζεται ύψος — η μεγάλη απλωμένη αόριστα, ως τα βάθη του Απείρου, εικόνα. Από τη μια μεριά — θα ελέγαμεν — η πλαστική, από την άλλην η μουσική. Ή, αν θέλετε, γνωριμότερα: τα κλασικά και τα ρωμαντικά στοιχεία. Ο Σολωμός φαίνεται 'ς την αρχή πως δένει κρυφές αγάπες πότε με τη μία πότε με την άλλη Μούσα, πότε με τις δυο μαζί· 'ς το τέλος νικάει ο ένας πόθος, και ο ψάλτης των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» είναι ποιητής, γενικώτερα και σημαντικώτερα, ρωμαντικός και μουσικός. Κι αν είχαμε ολόκληρο το ποίημα, πάλι, και με όλη την προσπάθεια του ποιητή να υλικοποιήση τα πνευματικά με κάποια δημοτικήν απλότητα και κλασσική καθαρότητα, και με όλη την πλαστική σφιχτόδετη κανονικότητα του στίχου, του ποιήματος η ψυχή μουσική θαπόμενε. Πολύ περισσότερο τώρα, που έχομε κομμάτια μόνο του ποιήματος άναρχα και ατελείωτα, η μουσική αυτή ψυχή τραβάει πέρα ως πέρα ανεμπόδιστη και φανερώνεται με όλη της τη δύναμη. Και το γνώρισμα τούτο, έτσι αποκλειστικά καθώς δείχνεται, ντύνει τώρα με μιαν έξαφνη νεότητα την ποίηση του Σολωμού, ποίηση πενήντα κ' εξήντα χρόνων, και την κάνει σύγκαιρη της μεγάλης αλλαγής που έγινε 'ς τις ημέρες μας, και που ανθεί και που δεν είπεν ακόμη τον τελευταίο της λόγο, και που θέλει την Τέχνη προφήτισσα του μυστηρίου και του ονείρου και του ιδανισμού, και συνθέτει καθεμιά χωριστή τέχνη σαν από κάποια ιδιαίτερα και πνευματικά και μουσικά χαρίσματα των άλλων αδερφάδων της. Και αξίζει ακόμα να σημειωθή πως ενώ τα αποσπάσματα του Σολωμού 'ς το νου μας φέρνουν τη σύγχρονη ψυχή του κοσμοπολίτικου νεοϊδανισμού, τα ίδια κομμάτια μας θυμίζουνε πάλι κάποια από τα ωραιότερα δημοτικά μας τραγούδια, που, σύντομα και ολιγόλογα, έχουν κάτι ατέλειωτο, απόκοτο, και σκοτεινό και δραματικό και άφραστο, αντίθετα προς τα δημοτικά τραγούδια άλλων ανατολικών λαών, καθώς λ. χ. είναι τα Σερβικά, από τα πλέον ωραία, πολύστιχα, επικώτερα, με μιαν ιστορία που ξετυλίγεται από την αρχή ως το τέλος γιομάτα, καθαρά, και κάπως πεζότερα.

Share on Twitter Share on Facebook