Γ'.


Διαφορετικούς δρόμους παίρν' η δόξα ενός ποιητή. Ή χωρίς να ξεχωρίζεται, καθώς του πρέπει, το έργο του μέσα 'ς τις καρδιές, μένει τόνομά του 'ς τα στόματα. Ή αποθηκεύονται οι στίχοι του 'ς τη μνήμη του πολλού κόσμου, αποστηθίζονται και τραγουδούνται, και, φυσικά, αλλάζονται και παραμορφώνονται. Ή το έργο του, σαν ένα μεγάλο παράδειγμα ομορφιάς, και τόνομά του σαν ένα σύνθημα λατρείας, βαθειά ζούνε 'ς τη συνείδηση των διαλεχτών. Η δόξα του Σολωμού σε ποιο δρόμο να βρίσκεται; Τόνομά του πολύ περισσότερο γνωρισμένον από το έργο του. Τα ποιήματά του, για να μη ζητούνται συχνά, δεν ξανατυπώνονται συχνά· είναι από εκείνα που συνηθίζομε να λέμε: δε διαβάζονται. Αν έλειπαν τα δύο τετράστιχα του Ύμνου (ένας ή δυο στίχοι τους πέρασαν μάλιστα 'ς τη χώρα της Παροιμίας), αν ελείπανε κάποια τραγουδάκια του, μελωδικά τονισμένα και αντιλαλούμενα γλυκά, κοινωνία δεν έχει με τον πολύ κόσμον ο Σολωμός· το έργο του το πρόσεξε ο λαός μόλις λιγάκι περισσότερο από το έργο του Κάλβου. Αν ένα πλήθος γλυκοτραγουδή την Ξανθούλα, πιο πολύ πλήθος ευφραίνεται με το τραγούδι της πασίγνωστης Αντριάννας. Όπως κύριο σημάδι της αξίας ενός καλλιτεχνήματος είναι μια σφραγίδα πνεύματος ξεχωριστού που το σφραγίζει, εσωτερική σφραγίδα και ανεξάρτητη από του κόσμου την ιδέα γύρω του, όμοια, γνώρισμα κύριο της αθανασίας του καλλιτεχνήματος δεν είναι η ζωή του η αξεχώριστη από το θόρυβο του κόσμου· είναι η ξεχωριστή ζωή του μέσα 'ς το θαυμασμό των διαλεχτών. Η δόξα, που ταιριάζει 'ς τον ποιητή, αρχίζει όχι από τότε που τον τραγουδεί το στόμα, αλλ' από τότε που το πνεύμα έλαβεν ιδέα καθαρή της ομορφιάς του. Τη φιλολογική συνείδηση, που προπορεύεται της κοινωνικής, και πρώτ' απ' όλες την ποιητική συνείδηση της πατρίδας του ξύπνησεν ο Σολωμός. Κι αξίζει να τον ειπούμε, καθώς ειπώθηκεν ο Σέλλεϋ, «ποιητή των ποιητών.» Αρχηγός έγεινε Σχολής που εξακολουθεί ποικιλότροπα να ξετυλίγεται. Καθείς από τους μαθητάδες του χάραξεν ή πολεμάει να χαράξη δικό του δρόμο, πλατύν ή στενώτερον, αδιάφορο. Καθένας γνωρίζεται από ένα ξεχωριστό σφράγισμα, θαμπότερον ή ζωηρότερον. Όλοι, ποιος λίγο, ποιος πολύ, φιλοτιμούνται κι αγωνίζονται να αισθανθούνε και να δουλέψουν τη Μούσα, καθώς εκείνος. Κ' έτσι αποχτάμε τη νεώτερη ελληνική Ποίηση με την όψη την πλέον αγνή και φωτόλουστη. Έκλεισε τα μάτια ο Σολωμός και ο νέος χορός των ποιητών από τα Εφτάνησα θρηνεί το θάνατό του· βρύση τα ελεγεία και οι λόγοι, από το Βαλαωρίτη, τον Πολυλά, τον Τυπάλδο, το Μαρκορά και τους άλλους. Και είνε τούτοι, που ανάφερα, μαζί με τον Τσερτσέτη και με το Λασκαράτο, οι άμεσοι κληρονόμοι του· μαζί με τον αρχηγό, η ποιητική Πούλια των Εφτά Νησιών. Ο Λευκάδιος ραψωδός των αρματωλών, όσο κι' αν διαφέρη, και διαφέρει πολύ από τον αρχηγό, (όσο φαντάζομαι πως θα διαφέρη ένας Ρούμπενς του χρώματος μπροστά 'ς ένα Μποτισέλλη ), όπου δε στέκεται χαμηλότερά του, από του Σολωμού το γάλα βύζαξεν. Από τη λαμπάδα εκείνου φωτίζεται, κ' εμπρός τραβάει, και κριτικός και μεταφραστής, ο Πολυλάς· όσο κι' αν επήδησε τα σύνορα του κύκλου του διδασκάλου, είναι και απομένει μαθητής του. Ο Ιούλιος Τυπάλδος έπαιξ' ένα σύντομο γλυκό κομμάτι σε λύρα τραβηγμένη μέσ' από τα άδυτα της Σολωμολατρείας. Ο ευγενικός Μαρκοράς φιλοδοξεί με τον αυλό του ν' αντιλαλήση και να συμπληρώση τα υψηλά και τα μισοτελείωτα του διδασκάλου. Ο Τσερτσέτης δε δειλιάζει μέσα 'ς την Αθήνα, που βασιλεύει η καθαρεύουσα, να στιχουργή και να ρητορεύη με απλά ελληνικά· και χριστιανικά και δημοτικά ονειρεύεται — όνειρο μονάχα, — ν' αναστήση την ελληνικήν αρχαιότητα. Εμπνέεται από το παράδειγμα εκείνου που θέλησε το ίδιο να κάμη με τη φλογερή ρητορική του «Διαλόγου», με κάποια τετράστιχα του ποιήματος του Μπάιρον, και με δύο τρεις στροφές του «Μάρκου Μπότσαρη», που αξίζει να μείνουν αλησμόνητες. Και ο σατυρικός του Ληξουρίου δεν είναι τόσο ξένος προς την πολύτροπη σολωμική τέχνη που της αρέσουνε και τα πικρόχολα περίγελα του Μώμου, κάτου από τη σκέπη της Μούσας του Κουτούζη. Κι' αυτός που έγραψε τις «Βυζαντινές Μελέτες» και τους «Κρητικούς Γάμους», και με όλο το έξαρμα της λυρικής ιστοριογραφίας του, κάθε φορά που κατεβαίνει να κόψη το λουλούδι του τραγουδιού, μας θυμίζει πως προτού να γίνη δικαστής του Σολωμού, ήτανε θαυμαστής του. Ακόμα και ο Ζαλοκώστας, πριν τον επηρρεάσουν οι ποιητικοί διαγωνισμοί, η δημοσιογραφική καθαρολογία και ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, μας δείχνει με το ποίημά του «Το Σπαθί και η Κορώνα» (όσο κι αν δεν είνε καμωμένη για τα γενναία φτερουγίσματα η στενή φαντασία του), πως θέλει να πατήση 'ς το δρόμο του Σολωμού. Κ' έξω από τους ποιητικούς μας κύκλους ακουσμένοι μας πεζογράφοι, ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βράιλας, και άλλοι, ερμηνεύουν τα ύψη του Ύμνου· ο Ασώπιος αντιπαραθέτει (αν και δειλά και πεταχτά) το κάλλος των κομματιών του «Λάμπρου», προς την ψυχρότητα του Σουτσικού στίχου [30]. Κι ανάμεσα 'ς τους ξένους, Ιταλοί μουσοθρεμμένοι, λ. χ. ο Ρεγάλδης και ο Θωμαζέος, που γνώρισαν κι από σιμά το Σολωμό, διαλαλούν τον υπέροχο νου του· λειτουργοί των Ελληνικών γραμμάτων, ως ο Αμερικανός Φέλτον, την ίδια χρονιά του θανάτου εκείνου, «περίφημο ποίημα» ονομάζουν τον Ύμνο και «ύψιστο ποιητικό νου» τον ποιητή του. Του Ύμνου πολλά έχομε, σε πολλές γλώσσες, μεταφράσματα. Προ πέντε χρόνων ο κ. Κάννας, υφηγητής του Πανεπιστημίου της Παβίας, εκεί που σπούδαζε νομικά ο Σολωμός, αρχίζει την πανεπιστημιακή του παράδοση μ' ένα λόγο περί του βίου και του έργου εκείνου [31]. Και κοντά 'ς τα εγκώμια ακούονται κάπου και ψυχρότερα λόγια κριτικών και στοχασμοί πιο μετρημένοι, και μουρμουρίσματα. Μέσα 'ς ένα βιβλίο του ο Ζαμπέλιος αγωνίζεται να παραστήση, με κάποια κριτική δύναμη, αλλά και με δογματικότητα θεολογική, πως τα μόνα άξια έργα του Σολωμού είναι τα πρώτα του απλά τραγουδάκια. Λογογράφοι που απόχτησαν ευρωπαϊκή φήμη, σαν τη Δώρα Δίστρια, πολεμούνε με κάπως αβασάνιστα επιχειρήματα να κατεβάσουν από την κορυφαία του θέση το Σολωμό. Έπειτα έρχονται οι καθαρολόγοι της σχολής των Σούτσων. Ομολογούν την έξοχη φαντασία του υμνογράφου για να προσβάλουν πιο ελεύθερα την τέχνη του και τη γλώσσα του. Ο Αλέξανδρος Σούτσος, ενώ αναγνωρίζει την «λαμπράν φαντασίαν» του Σολωμού, και τον Ύμνο ανακηρύττει «διθύραμβον πλήρη ύψους και οίστρου πινδαρικού», 'ς την ίδια του σημείωση, με κάποιαν αφέλεια, γράφει ότι ο νέος ποιητής ακολούθησε 'ς τα ποιήματά του, «ασχημισμέν' από αναριθμήτους ελλείψεις της γλώσσης και του ρυθμού, της Ιταλικής στιχουργίας τους κανόνας.» [32] Με τον ίδιο νου κρίνει και ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, αν και είναι εντονώτερος και 'ς τον έπαινο και 'ς τον ψόγο· γυρεύει να κάμη ένα πολύ παράξενο ταίριασμα· θέλει το Σολωμό μαζί μεγαλοφυή ποιητή και απολύτως κακόγλωσσο. Παράξενο είν' ακόμα πως ένας ποιητής, που κάθε άλλο μπορεί να θεωρηθή ή Σολωμικός, δείχνει ένα θαυμασμόν απεριόριστο προς το Σολωμό· είναι αυτός ο Ζαλοκώστας, καθώς δείχνει το γράμμα του προς το Ρεγάλδη. «Είν' ένας άνθρωπος, γράφει, μοναδικός που εγώ λατρεύω από χρόνια. Είναι ο μόνος ποιητής που θάχη καύχημά του μια μέρα αυτός ο άτυχος ξεπεσμένος τόπος. Όταν επρωτοδιάβασα τον Ύμνο του, αισθάνθηκα να αρπάζομαι in altra tera ed altro mar.» Κι ακόμα παράξενο είναι πως άλλος πάλι ποιητής που πήρε από το Σολωμό την πρώτη ορμή, και με κατάνυξη θρησκευτική, και μια και δυο φορές, τον εδοξολόγησε, ύστερα μίλησε για τούτον με μιαν κρύαν, αρνητικήν, επιφύλαξη· είναι αυτός ο Βαλαωρίτης, καθώς δείχνει το γράμμα του προς τον Εμμανουήλ Ροΐδην: «Αν εξαιρέσης τον Ύμνον, γράφει, τον οποίον ο Σολωμός δεν ήθελε ν' ακούση, κατά το μακρόν διάστημα του βίου του, καίτοι εντελώς αμερίμνου, τι άλλο παρήγαγε τέλειον, άρτιον, πλήρες; Το απόσπασμά του Λάμπρου έμεινεν απόσπασμα, και εν γένει όσα ευρέθησαν μετά τον θάνατόν του ανέκδοτα ποιητικά δοκίμια δεν ηύξησαν βεβαίως την δόξαν του . . . Είναι βέβαιον ότι διά να καθέξη τις τόσον ευρύν χώρον εν τη νεωτέρα ελληνική ποιήσει όσον κατέλαβεν ο Σολωμός, πρέπει, αφού απέθανεν εβδομηκοντούτης, να μη περιορίζεται η παραγωγική του δύναμις εις ένα μόνον ύμνον και ολίγας ασυναρτήτους στροφάς.» Το γράμμα τούτο έχει χρονολογία «3 Νοεμβρίου 1877.» Η χρονιά που βγήκανε 'ς το φως τα πολύκροτα μανιφέστα του κ. Ροΐδη «Περί συγχρόνου κριτικής και ποιήσεως.» Φανερόν ότι ο ψάλτης του «Φωτεινού» θυμωμένος είναι κάπως με τον κριτικό που έδωκε 'ς τον ποιητή του «Λάμπρου» μια τέτοια ξεχωριστή θέση, και που τελειώνει το έν από ταπαισιόδοξα φυλλάδιά του με μιαν ωραία φράση, γιομάτη ελπίδα: «Χώρα ήτις εγέννησεν Ομήρους και Σοφοκλείς, και είχε χθες ακόμη δημοτικά άσματα και Σολωμόν» κτλ.

Γενικώτατα: ξανοίγομεν ενθουσιασμό μεγάλο για το Σολωμό σε όσους καλλιέργησαν τη δημοτική γλώσσα, σε στίχους ή σε πεζά· σεβασμό προς εκείνον ακόμα και από τους καθαρολόγους στιχογράφους και πεζογράφους μας, ας είναι διόλου ξένοι προς τα ιδανικά εκείνου. Νομίζεις πως έχει χρέος καθένας να ξεσκεπάζεται κάθε φορά που ακούει τόνομα του Σολωμού· όμως το χρέος τούτο βλέπεις πως δεν πηγάζει τόσο από τη φωτεινή συνείδηση της ποιητικής αξίας εκείνου, όσο από ένα νόμο, που δειλιάζει κανείς να τον παρακούση, ή από κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο που αναγκασμένος είσαι, θέλεις δε θέλεις, να το προσέχης. Εννοείς πως το όνομα, πιο πολύ από το έργο, ρίζωσ' εδώ πέρα, και πως του έργου λογαριάζονται, όχι η πιο σημαντική αξία, η εσωτερική, η καλλιτεχνική, η ασύγκριτη, αλλά κάποια στοιχεία, ηθικά πάντα και σπουδαία (ο πατριωτισμός λ. χ.), όμως, για την ιδέα της Τέχνης, εξωτερικώτερα, κατώτερα, ολιγώτερο σημαντικά, όχι απαραίτητα· στοιχεία που δε λογαριάζονται 'ς την Τέχνη, παρά αφού τα μεταχειριστή ως όργανα προς το σκοπό της κι αφού τα μετουσιώση κατάλληλα η δημιουργική Φαντασία. Για τούτο και σήμερ' ακόμα για τον πολύ κόσμο εθνικός ποιητής είναι ο Σολωμός εκείνος που έγραψε τα πρώτα τετράστιχα του Ύμνου (δημοτικά και τούτα μονάχ' από τη μουσική του Μαντζάρου, όπως δημοτικοί θα γίνονταν και οι άθλιοι πατριωτικοί στίχοι του Μαρτελάου «Όθεν είσθε των Ελλήνων κόκκαλα αντρειωμένα κτλ.», αν ετύχαινε να τους τονίση κάποιος μουσικός)· ενώ ο Σολωμός του «Κρητικού» και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», (είναι οι στίχοι που ένα έθνος αξίζει να υπερηφανεύεται γιατί τους έχει 'ς τη γλώσσα του), εκείνος ακόμα δε λογαριάζεται καθώς του πρέπει.

Πολλά χρόνια δεν πέρασαν αφότου άρχισεν Σολωμός φωτεινότερα να ξαπλώνεται 'ς τα βάθη της ελληνικής ψυχής. Δεν είναι δεκαπέντε είκοσι χρόνια που ξύπνησεν η συνείδηση κάποιων ποιητών μας νέων και άρχισαν — δειλά και ψαχτά 'ς τα σκοτάδια, όμως άρχισαν — από πάνω τους να τινάζουν την τυραννία μιας ρητορικής πεζολογίας και μιας γλώσσας αντιποιητικής. Και τότε ενώ από τη μια μεριά φανερώνεται το δημοτικό τραγούδι, πρώτο και μόνο ταιριαστό ξεκίνημα του δρόμου που γενναία να τρέξουνε βάλθηκαν, από την άλλη τη μεριά ο Σολωμός από πατριώτης και εθνικός, και, δεν ξέρω τι άλλο, ποιητής του Ύμνου, και δεν ξέρω τίνος άλλου θουρίου, γνησίου ή νόθου, ξανοίγεται πως είναι ο Ποιητής, χωρίς κανένα επίθετον ή στόλισμα· και φανερώνεται ο Σολωμός, πρώτο και άξιο σημάδι για να σταματήση το δρόμο του καθένας ποιητής που ονειρεύεται την ποίηση βαθειά και υψηλή και παναρμόνια [33]. Το γλυκοχάραμα που δείχνει 'ς τα βάθη μια ποιητική Αναγέννηση 'ς τον τόπο μας, βοηθάει η κριτική εργασία· πότε προπορεύεται, πότε παράπλευρα στέκει με τη νέα μας ποιητική έμπνευση. Κάθε φορά που σημειώνεται 'ς τη Σκέψη μας κάτι φωτεινό, κάθε που δοκιμάζεται γενναίο βήμα προς τα εμπρός, το φως έρχεται και το βήμα γίνεται με το σύνθημα Σολωμός. Με το Σολωμό ο Πολυλάς παρουσιάζεται σοφός εξηγητής και οδηγητής προς την αληθινή Τέχνη. Με το Σολωμό ο Ροΐδης γκρεμίζει πρώτα τα φιλολογικά μας, κ' ύστερα τα γλωσσικά μας είδωλα. Με το Σολωμό ο Ψυχάρης, συχνά πυκνά, σημαδεύει τα βαρύβροντα επαναστικά βιβλία του και τα γλωσσικά του κηρύγματα. Με το Σολωμό ο Καλοσγούρος μας ξαναθυμίζει, λαμπρά λαγαρισμένη, τη φυσιογνωμία του Σολωμού, με ολίγα λόγια του. Ως την τελευταία ώρα σε περιοδικά, 'ς εφημερίδες και 'ς τα λιγοστά βιβλία τους, πρεσβύτεροι και νεώτεροι, όσοι εργάζονται και αξίζουν, κάτου από τη σκέπη του Σολωμού ανταμώνονται και βρίσκουν κάποιο ταίριασμα, οι δυσκολοταίριαστοι. Και θα περάσουν τα χρόνια και οι καιροί, και η Μούσα θα χτίση 'ς την Ελλάδα ναούς και λειτουργούς θάβρη αγνότερους, πιο άξιους, πιο ξακουστούς· κι ακόμα ο Σολωμός θα στέκεται 'ς την κορφή, κι ακόμα, ύστερ' από αιώνες, θα ταιριάζη να λέγεται γι' αυτόν ό,τι ο κριτικός Voguè είπε για το Chateaubriand: «Ήταν η ζωντανή πηγή για τη νεώτερη ποίηση. Όλα όσα αισθανόμαστε, και με τον τρόπο που τα αισθανόμαστε σήμερα, πήραν από μιας αρχής μορφή και χρώμα μέσα 'ς την ψυχή του.»

Share on Twitter Share on Facebook